- διαμιστύλλω
- διαμιστύλλω, [tense] aor.1 -εμίστῡλα,A cut up piecemeal, Hdt.1.132.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμιστύλλω — (Α) [μιστύλλω] κόβω σε κομμάτια … Dictionary of Greek
διαμιστύλας — διαμιστύ̱λᾱς , διαμιστύλλω cut up piecemeal aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)